- πανωσέντονο
- τοβλ. επανωσέντονο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανωσέντονο — το το επάνω από τα δύο σεντόνια (αντίθ. κατωσέντονο): Το πανωσέντονο είναι μεγαλύτερο από το κατωσέντονο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek
επανωσέντονο — και πανωσέντονο, το σεντόνι με το οποίο σκεπάζεται κανείς όταν πλαγιάζει στο κρεβάτι (σε αντίθεση με το κατωσέντονο) … Dictionary of Greek